- θεράποντε
- θεράπωνAn Ox.masc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… … Dictionary of Greek
οτρηρός — ὀτρηρός ά, όν (Α) 1. ταχύς, ευκίνητος, πρόθυμος, σβέλτος («ὀτρηρώ, θεράποντε», Ομ. Ιλ.) 2. οξύς, αιχμηρός, κοφτερός, οδυνηρός («ὀτρηρῆσιν ὀδύνῃσιν», Οππ.). επίρρ... ὀτρηρῶς (Α) 1. γρήγορα, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οτρύνω] … Dictionary of Greek
θεράπονθ' — θεράποντα , θεράπων An Ox. masc acc sg θεράποντι , θεράπων An Ox. masc dat sg θεράποντε , θεράπων An Ox. masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράποντ' — θεράποντα , θεράπων An Ox. masc acc sg θεράποντι , θεράπων An Ox. masc dat sg θεράποντε , θεράπων An Ox. masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)